ἀκατάσχετος — not to be checked masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακατάσχετος — η, ο (Α ἀκατάσχετος, ον) αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να συγκρατηθεί, να αναχαιτιστεί, να σταματήσει «ακατάσχετη ορμή, φλυαρία, αιμορραγία» νεοελλ. 1. αυτός που δεν κατασχέθηκε αναγκαστικά (για την ικανοποίηση τού δανειστή) ή που δεν υπόκειται … Dictionary of Greek
ἀκατασχέτω — ἀκατάσχετος not to be checked masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀκατάσχετος not to be checked masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατασχέτως — ἀκατάσχετος not to be checked adverbial ἀκατάσχετος not to be checked masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατάσχετον — ἀκατάσχετος not to be checked masc/fem acc sg ἀκατάσχετος not to be checked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατασχέτοις — ἀκατάσχετος not to be checked masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατασχέτου — ἀκατάσχετος not to be checked masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατασχέτους — ἀκατάσχετος not to be checked masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατασχέτων — ἀκατάσχετος not to be checked masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατασχέτῳ — ἀκατάσχετος not to be checked masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)